- σεμνολόγως
- σεμνόλογοςone who speaks solemnlymasc acc pl (doric)σεμνολόγοςmasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνολόγως — Α επίρρ. βλ. σεμνολόγος … Dictionary of Greek
σεμνολόγος — ο / σεμνολόγος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά με σεμνότητα αρχ. αυτός που μιλά με επίσημο ύφος. επίρρ... σεμνολόγως Α 1. με σεμνό λόγο 2. με επίσημο λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + λόγος*] … Dictionary of Greek